γύρεμα

γύρεμα
το (Μ γύρευμα) [γυρεύω]
1. αναζήτηση
2. επαιτεία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • γυρεψιά — η το γύρεμα …   Dictionary of Greek

  • γύρευμα — το βλ. γύρεμα …   Dictionary of Greek

  • γύρεψη — η [γυρεύω] 1. η ζήτηση 2. τό γύρεμα …   Dictionary of Greek

  • ζήτηση — η 1. η έρευνα για ανακάλυψη, η αναζήτηση, γύρεμα: Η ζήτηση της αλήθειας είναι συνήθως δύσκολη. 2. το να ζητιέται κάτι στην αγορά, η προθυμία για αγορά των αγαθών που προσφέρονται σε πώληση (αντίθ. προσφορά): Τα ελληνικά λάδια έχουν ζήτηση στο… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”